Mazower: Το έθνος-κράτος παίρνει τώρα τη ρεβάνς
Παρά τα οράματα της Αριστεράς και της φιλελεύθερης Δεξιάς, η παγκοσμιοποίηση δεν πέτυχε ποτέ: Αποδείχθηκε η εποχή αστάθειας που κατέληξε στην κρίση και την απομυθοποίηση της απελευθέρωσης. Το εθνικό κράτος έχει επιστρέψει και γίνεται όπλο του απολυταρχισμού.
Mazower: Το έθνος-κράτος παίρνει τώρα τη ρεβάνς
Το εθνικό κράτος κάνει την επιστροφή του; Ετσι δείχνουν τα πράγματα. Παραδοσιακές διακρατικές συγκρούσεις εκτυλίσσονται στην Θάλασσα της Κίνας και τα δυτικά σύνορα της Ρωσίας. Οι διακρατικές συναντήσεις, όπως η σύνοδος της Apec και της Group of 20 στο Σίδνεϊ χαρακτηρίστηκαν από ασυνήθιστες εντάσεις. Η παραδοσιακή διπλωματία (ευτυχώς εν προκειμένω) είναι εκείνη που μετράει σε ζητήματα από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν μέχρι το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Ωστόσο η κυρίαρχη άποψη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ήταν ότι η παγκοσμιοποίηση θα φέρει την μεταμόρφωση του πλανήτη μέσα από μη κρατικούς παράγοντες. Η λήξη του ψυχρού πολέμου προκάλεσε μια, σχεδόν μαρξιστική προσδοκία, ότι το κράτος θα υποτονίσει –υπό την σκιά της ελεύθερης ροής χρήματος και αγαθών και υπονομευόμενο από εξω-κρατικούς παράγοντες, εκ των οποίων οι τρομοκρατικές ομάδες ήταν οι πλέον προφανείς, αλλά όχι οι μόνοι. Ήταν μια προσδοκία την οποία μοιραζόταν όλο το πολιτικό στερέωμα.
Στην Αριστερά, οι επικριτές της παγκοσμιοποίησης των αγορών, πρόβλεπαν την ανάταση της ισχύος του λαού. Οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί θα υπερυψώνονταν πάνω από τους ξεφτισμένους, υποτίθεται, θεσμούς του εθνικού κράτους και θα δημιουργούσαν νέες, πιο ζωηρές μορφές πολιτικής δραστηριότητας. Η τεχνολογία θα έδινε καλύτερες λύσεις σε παλιά προβλήματα, προσπερνώντας τους στατικούς εθνικούς θεσμούς.
Η νεοφιλελεύθερη Δεξιά χαιρέτιζε την ανάδειξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής ισχύος, την κατάργηση των ελέγχων κεφαλαίου και την απορύθμιση των τραπεζών, επειδή, αν μη τι άλλο, όλα αυτά αποδυνάμωσαν τις δυνατότητες των εθνικών κυβερνήσεων να ελέγξουν τις αγορές. Στην μεταποίηση και τις υπηρεσίες, οι επιχειρήσεις κατέκτησαν νέες δυνατότητες να αξιοποιήσουν τα διαφορετικά φορολογικά καθεστώτα και τα επίπεδα των μισθών σε όλο τον πλανήτη.
Ολες αυτές οι προσδοκίες όμως, υποτίμησαν την δυνατότητα επιβίωσης -την νομιμότητα στην ουσία- του κράτους και των θεσμών του, καθώς και την μεγάλη δυσκολία δημιουργίας καινούργιων, από το πουθενά. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις παρέμειναν στο περιθώριο: Οι διεθνείς οργανισμοί είναι τα «οχήματα» των ομάδων και των συνασπισμών εθνικών κρατών για να δρουν συντονισμένα όπου μπορούν. Από αυτή την άποψη, ουσιαστικά είναι παράγωγα, που καθρεφτίζουν τις επιθυμίες των πιο ισχυρών μελών. Η ιδέα ότι θα απελευθερώνονταν από τον κλοιό των εθνικών κυβερνήσεων, ήταν ουτοπία.
Ο δε νεοφιλελεύθερος ενθουσιασμός με τις απελευθερωμένες αγορές, δεν είχε καλύτερη τύχη. Η εποχή της παγκοσμιοποίησης ήταν εποχή αστάθειας -και στο Μεξικό, την ανατολική Ασία και την Ρωσία, το κόστος της κρίσης είχε γίνει εμφανές σε όλη την δεκαετία του 1990. Χρειάστηκε όμως να περάσει μια δεκαετία, για να ξεγυμνώσει η κατάρρευση της Lehman Brothers και η διεθνής κρίση τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους από την πίστη τους στον καπιταλισμό και να αρχίζουν να αλλάζουν οι απόψεις.
Εκτοτε, η εξουσία έχει επιστρέψει προς το κράτος από πολλά μέτωπα. Στο κάτω – κάτω οι φορολογούμενοι ήταν που διέσωσαν τις τράπεζες. Το βάρος της εξόδου από την κρίση έπεσε στις κεντρικές τράπεζες σε συνεργασία με τους υπουργούς Οικονομικών. Από το 2010, η αυξανόμενη ανισότητα που συνοδεύει την ανάκαμψη, έχει προκαλέσει μεγάλο υποβόσκον κύμα οργής στους ψηφοφόρους, όχι μόνο έναντι των τραπεζών, αλλά και ενάντια στα ελαφρά φορολογικά βάρη που απολαμβάνουν πολλές πολυεθνικές. Η αλλαγή στην ψυχολογία απειλεί παραπάνω την απελευθέρωση του εμπορίου κι έχει φέρει στην πολιτική ατζέντα προτάσεις για διεθνή εναρμονισμό των εταιρικών φόρων. Την ίδια ώρα, η επίδειξη δύναμης του Vladimir Putin, καταδεικνύει ότι τίποτα δεν αντικαθιστά το κράτος στην τακτοποίηση των ζητημάτων πολέμου και ειρήνης.
Στην πραγματικότητα, το κράτος ήταν πάντα μαζί μας. Το δημοσιονομικό του αποτύπωμα έχει αλλάξει ελάχιστα εδώ και δεκαετίες: Οι εισπράξεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ, για παράδειγμα, είναι σήμερα λίγο πολύ στο ίδιο ποσοστό επί της παραγωγής που βρίσκονταν το 1960. Στη Βρετανία, οι δημόσιες δαπάνες έχουν μεταβληθεί ελάχιστα την ίδια περίοδο. Αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ή τριών δεκαετιών ήταν λιγότερο απονέκρωση του κράτους και περισσότερο επαναπροσδιορισμός των επίσημων προτεραιοτήτων.
Εγκαταλείποντας τον εσωτερικό στρατηγικό σχεδιασμό, το κράτος έγινε μεσολαβητής των ρυθμιστικών καθεστώτων. Εξωτερικά, μεταμόρφωσε τους αμυντικούς προϋπολογισμούς, μεταφέροντας πόρους από τους ανθρώπους στις μηχανές.
Η οικονομική κρίση έχει επιταχύνει ορισμένες από αυτές τις τάσεις και άρχισε να ανατρέπει άλλες. Τα κράτη - ή οι πολιτικές ηγεσίες τους - εξακολουθούν να είναι απρόθυμα να κάνουν όσα θα είχαν κάνει τη δεκαετία του 1940.
Αρνούνται πεισματικά να επιβάλλουν αυστηρότερες ποινές στις τράπεζες ή να αναγνωρίσουν την ανεργία ως προτεραιότητα. Αλλά αυτό που είναι πιο σημαντικό είναι ίσως αυτό που η κρίση έχει δημιουργήσει σε παγκόσμιο επίπεδο: Απομυθοποιώντας την εξιδανίκευση των αγορών ενθάρρυνε την αποκατάσταση της κρατικής ισχύος ως αυτοσκοπό.
Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύθηκαν εύκολα οι απολυταρχικοί ηγέτες στο όνομα της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατίας. Η Ουγγαρία και η Ρωσία αποτελούν παράδειγμα αυτής της τάσης. Έχουμε ακούσει πολλά, τα τελευταία 20 χρόνια, για την παρακμή του κράτους. Από εδώ και πέρα θα ακούμε όλο λιγότερα.
***Ο αρθρογράφος είναι καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Κολούμπια και συγγραφέας του «Governing the World: The History of an Idea».
Παρά τα οράματα της Αριστεράς και της φιλελεύθερης Δεξιάς, η παγκοσμιοποίηση δεν πέτυχε ποτέ: Αποδείχθηκε η εποχή αστάθειας που κατέληξε στην κρίση και την απομυθοποίηση της απελευθέρωσης. Το εθνικό κράτος έχει επιστρέψει και γίνεται όπλο του απολυταρχισμού.
Mazower: Το έθνος-κράτος παίρνει τώρα τη ρεβάνς
Το εθνικό κράτος κάνει την επιστροφή του; Ετσι δείχνουν τα πράγματα. Παραδοσιακές διακρατικές συγκρούσεις εκτυλίσσονται στην Θάλασσα της Κίνας και τα δυτικά σύνορα της Ρωσίας. Οι διακρατικές συναντήσεις, όπως η σύνοδος της Apec και της Group of 20 στο Σίδνεϊ χαρακτηρίστηκαν από ασυνήθιστες εντάσεις. Η παραδοσιακή διπλωματία (ευτυχώς εν προκειμένω) είναι εκείνη που μετράει σε ζητήματα από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν μέχρι το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Ωστόσο η κυρίαρχη άποψη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ήταν ότι η παγκοσμιοποίηση θα φέρει την μεταμόρφωση του πλανήτη μέσα από μη κρατικούς παράγοντες. Η λήξη του ψυχρού πολέμου προκάλεσε μια, σχεδόν μαρξιστική προσδοκία, ότι το κράτος θα υποτονίσει –υπό την σκιά της ελεύθερης ροής χρήματος και αγαθών και υπονομευόμενο από εξω-κρατικούς παράγοντες, εκ των οποίων οι τρομοκρατικές ομάδες ήταν οι πλέον προφανείς, αλλά όχι οι μόνοι. Ήταν μια προσδοκία την οποία μοιραζόταν όλο το πολιτικό στερέωμα.
Στην Αριστερά, οι επικριτές της παγκοσμιοποίησης των αγορών, πρόβλεπαν την ανάταση της ισχύος του λαού. Οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί θα υπερυψώνονταν πάνω από τους ξεφτισμένους, υποτίθεται, θεσμούς του εθνικού κράτους και θα δημιουργούσαν νέες, πιο ζωηρές μορφές πολιτικής δραστηριότητας. Η τεχνολογία θα έδινε καλύτερες λύσεις σε παλιά προβλήματα, προσπερνώντας τους στατικούς εθνικούς θεσμούς.
Η νεοφιλελεύθερη Δεξιά χαιρέτιζε την ανάδειξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής ισχύος, την κατάργηση των ελέγχων κεφαλαίου και την απορύθμιση των τραπεζών, επειδή, αν μη τι άλλο, όλα αυτά αποδυνάμωσαν τις δυνατότητες των εθνικών κυβερνήσεων να ελέγξουν τις αγορές. Στην μεταποίηση και τις υπηρεσίες, οι επιχειρήσεις κατέκτησαν νέες δυνατότητες να αξιοποιήσουν τα διαφορετικά φορολογικά καθεστώτα και τα επίπεδα των μισθών σε όλο τον πλανήτη.
Ολες αυτές οι προσδοκίες όμως, υποτίμησαν την δυνατότητα επιβίωσης -την νομιμότητα στην ουσία- του κράτους και των θεσμών του, καθώς και την μεγάλη δυσκολία δημιουργίας καινούργιων, από το πουθενά. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις παρέμειναν στο περιθώριο: Οι διεθνείς οργανισμοί είναι τα «οχήματα» των ομάδων και των συνασπισμών εθνικών κρατών για να δρουν συντονισμένα όπου μπορούν. Από αυτή την άποψη, ουσιαστικά είναι παράγωγα, που καθρεφτίζουν τις επιθυμίες των πιο ισχυρών μελών. Η ιδέα ότι θα απελευθερώνονταν από τον κλοιό των εθνικών κυβερνήσεων, ήταν ουτοπία.
Ο δε νεοφιλελεύθερος ενθουσιασμός με τις απελευθερωμένες αγορές, δεν είχε καλύτερη τύχη. Η εποχή της παγκοσμιοποίησης ήταν εποχή αστάθειας -και στο Μεξικό, την ανατολική Ασία και την Ρωσία, το κόστος της κρίσης είχε γίνει εμφανές σε όλη την δεκαετία του 1990. Χρειάστηκε όμως να περάσει μια δεκαετία, για να ξεγυμνώσει η κατάρρευση της Lehman Brothers και η διεθνής κρίση τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους από την πίστη τους στον καπιταλισμό και να αρχίζουν να αλλάζουν οι απόψεις.
Εκτοτε, η εξουσία έχει επιστρέψει προς το κράτος από πολλά μέτωπα. Στο κάτω – κάτω οι φορολογούμενοι ήταν που διέσωσαν τις τράπεζες. Το βάρος της εξόδου από την κρίση έπεσε στις κεντρικές τράπεζες σε συνεργασία με τους υπουργούς Οικονομικών. Από το 2010, η αυξανόμενη ανισότητα που συνοδεύει την ανάκαμψη, έχει προκαλέσει μεγάλο υποβόσκον κύμα οργής στους ψηφοφόρους, όχι μόνο έναντι των τραπεζών, αλλά και ενάντια στα ελαφρά φορολογικά βάρη που απολαμβάνουν πολλές πολυεθνικές. Η αλλαγή στην ψυχολογία απειλεί παραπάνω την απελευθέρωση του εμπορίου κι έχει φέρει στην πολιτική ατζέντα προτάσεις για διεθνή εναρμονισμό των εταιρικών φόρων. Την ίδια ώρα, η επίδειξη δύναμης του Vladimir Putin, καταδεικνύει ότι τίποτα δεν αντικαθιστά το κράτος στην τακτοποίηση των ζητημάτων πολέμου και ειρήνης.
Στην πραγματικότητα, το κράτος ήταν πάντα μαζί μας. Το δημοσιονομικό του αποτύπωμα έχει αλλάξει ελάχιστα εδώ και δεκαετίες: Οι εισπράξεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ, για παράδειγμα, είναι σήμερα λίγο πολύ στο ίδιο ποσοστό επί της παραγωγής που βρίσκονταν το 1960. Στη Βρετανία, οι δημόσιες δαπάνες έχουν μεταβληθεί ελάχιστα την ίδια περίοδο. Αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ή τριών δεκαετιών ήταν λιγότερο απονέκρωση του κράτους και περισσότερο επαναπροσδιορισμός των επίσημων προτεραιοτήτων.
Εγκαταλείποντας τον εσωτερικό στρατηγικό σχεδιασμό, το κράτος έγινε μεσολαβητής των ρυθμιστικών καθεστώτων. Εξωτερικά, μεταμόρφωσε τους αμυντικούς προϋπολογισμούς, μεταφέροντας πόρους από τους ανθρώπους στις μηχανές.
Η οικονομική κρίση έχει επιταχύνει ορισμένες από αυτές τις τάσεις και άρχισε να ανατρέπει άλλες. Τα κράτη - ή οι πολιτικές ηγεσίες τους - εξακολουθούν να είναι απρόθυμα να κάνουν όσα θα είχαν κάνει τη δεκαετία του 1940.
Αρνούνται πεισματικά να επιβάλλουν αυστηρότερες ποινές στις τράπεζες ή να αναγνωρίσουν την ανεργία ως προτεραιότητα. Αλλά αυτό που είναι πιο σημαντικό είναι ίσως αυτό που η κρίση έχει δημιουργήσει σε παγκόσμιο επίπεδο: Απομυθοποιώντας την εξιδανίκευση των αγορών ενθάρρυνε την αποκατάσταση της κρατικής ισχύος ως αυτοσκοπό.
Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύθηκαν εύκολα οι απολυταρχικοί ηγέτες στο όνομα της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατίας. Η Ουγγαρία και η Ρωσία αποτελούν παράδειγμα αυτής της τάσης. Έχουμε ακούσει πολλά, τα τελευταία 20 χρόνια, για την παρακμή του κράτους. Από εδώ και πέρα θα ακούμε όλο λιγότερα.
***Ο αρθρογράφος είναι καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Κολούμπια και συγγραφέας του «Governing the World: The History of an Idea».
ΑΝ σας άρεσε αυτό το άρθρο κάντε κλίκ...ΕΔΩ.. για να είστε οι πιο ενημερωμένοι αναγνώστες του διαδικτύου!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου