Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Ιούνιος 1825: Οι δανειστές του Λονδίνου εκβιαστικά απαιτούν την εκτέλεση του Κολοκοτρώνη και των... λοιπών “προδοτών”



“Είκοσι μουρτάτες, [προδότες] βρωμόσκυλα, δεν εμπορείτε να κομματιάσετε;” Την σχετική επιστολή στέλνει από το Λονδίνο ο Ιωάννης Ορλάνδος στις 30/6/1825. Παραλήπτης είναι ο Γ. Κουντουριώτης τον οποίο η βρετανική πολιτική ανέδειξε Πρόεδρο της προσωρινής Κυβέρνησης στην θέση του νόμιμα εκλεγμένου Π. Μαυρομιχάλη.

Ανάλυση: Στέργιος ΖυγούραςΙστορικό πλαίσιο της επιστολής


Ιωάννης Ορλάνδος, θύμα της Επιτροπής του Λονδίνου και θύτης της Επανάστασης
Δεν έχει περάσει ούτε μήνας από την δολοφονία του Οδυσσέα. Έχουν περάσει τέσσερις μήνες από την σύναψη του β΄ δανείου στο Λονδίνο και την αποβίβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Τον προηγούμενο χρόνο το Λονδίνο “διόρθωσε” τα λάθη του με δραστικές ουσίες, ανακλήσεις ή σφαίρες (Byron, Stanhope, Trelawny) και κατόρθωσε, εξαγοράζοντας τις χαλαρότερες επαναστατικές συνειδήσεις (α΄ εμφύλιος), να κλείσει στην φυλακή ή να θέσει στο περιθώριο τους υπερασπιστές της υπερεθνικής Επανάστασης. Ένα νέο διεθνές και εγχώριο επιτελείο προωθήθηκε από το Λονδίνο προς τον δικό του άνθρωπο, τον πρόεδρο Γ. Κουντουριώτη.

Ο Καραϊσκάκης διέφυγε της παγίδας θανάτου που μετά την περί προδοσίας “δίκη” του έστησαν οι φίλα προσκείμενοι στον Μαυροκορδάτο χριστιανοί οπλαρχηγοί από κοινού με τους Τούρκους της περιοχής. Την “προδοσία” του Καραϊσκάκη σέρβιρε στον Byron ο Μαυροκορδάτος, ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου των “προδοτών-αντιπατριωτών” που περιελάμβανε δήθεν και την φυσική εξόντωση αμφοτέρων. Η δίκη στήθηκε ως αντιπερισπασμός της μετάβασης του Βύρωνα στην Αν. Στερεά, όπου θα επιβεβαιωνόταν μια νέα Κυβέρνηση που άμεσα θα διεκδικούσε την διαχείριση του α΄ δανείου. Ο λόρδος όντως κοντοστάθηκε και αμέσως μετά δηλητηριάστηκε. 

Τη νέα Κυβέρνηση θα αποτελούσαν πρόσωπα που φαινομενικά ήταν ουδέτερα μεταξύ των δυο συγκρουόμενων παρατάξεων. Δ. Υψηλάντης, Ανδρούτσος, Πλαπούτας, Νέγρης και κάποιοι ακόμη θα σχημάτιζαν ενωτική κυβέρνηση και θα έπαυαν την σύγκρουση Μαυροκορδάτου-Κολοκοτρώνη. Όμως, παρά την παρουσία του Νέγρη (ο οποίος βρισκόταν πια σε διάσταση με τον Μαυροκορδάτο) η “ουδετερότητα” αυτή ήταν ολοφάνερο ότι αποτελούσε ένα παρακλάδι της υπερεθνικής πλευράς του Κολοκοτρώνη που ουσιαστικά αποτελούσε τον άτυπο αρχηγό της Επανάστασης μετά την μη εμφάνιση του Αλ. Υψηλάντη στην Πελοπόννησο.


John Bowring, ο γραμματέας της Γραικικής Επιτροπής του Λονδίνου

Το α΄ δάνειο είχε υπογραφεί τον Φεβρουάριο του 1824. Σταδιακά, μετά τα μέσα του 1824 ο ανήμπορος διαπραγματευτής της προσωρινής κυβέρνησης Κουντουριώτη στο Λονδίνο, ο Ιωάννης Ορλάνδος έχει συνθλιβεί από την πίεση που υφίσταται. Συντελούσης της οργής του Ορλάνδου έναντι του στυγνού εκβιαστή-κερδοσκόπου Bowring, το δεύτερο δάνειο υπογράφεται στις αρχές του 1825 απευθείας με τους τραπεζίτες Ρικάρντο, χωρίς δηλαδή την μεσολάβηση της Γραικικής Επιτροπής του Λονδίνου, γραμματέας της οποίας ήταν ο Bowring, επιστήθιος φίλος του Bentham. Αυτό, αντί να ελαφρύνει τον φιλοχρήματο Ορλάνδο, του προσθέτει επιπλέον πίεση. Τώρα, εκβιαζόμενος, φέρει αποκλειστικά στους δικούς του ώμους το βάρος της “πτώσης” των τιμών του δανείου στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου και της έμμεσης απειλής ότι ο αδελφός του πεθερού του, ο Γ. Κουντουριώτης, θα πάψει να είναι “Πρόεδρος” και ο ίδιος προνομιούχος “σωτήρας” του έθνους. Κατά συνέπεια, υπό τις νέες συνθήκες των γαλλο-βρετανικών σχέσεων που θα δούμε σε λίγο, ο Ορλάνδος στην επιστολή αυτή απηχεί το πνεύμα των απώτερων επιδιώξεων της δυτικής πολιτικής που βρίσκεται πίσω από τα δάνεια.

Από τα μέσα του 24 βρίσκονται σε εξέλιξη οι διαβουλεύσεις της Γαλλικής παρέμβασης με τον Μαυροκορδάτο. Ο έτερος απεσταλμένος της κυβέρνησης Κουντουριώτη, ο Ανδρέας Λουριώτης, λίγο πριν υπογραφεί το β΄ δάνειο του Λονδίνου θα μεταβεί στο Παρίσι για λογαριασμό του πάτρονά του Μαυροκορδάτου. Θα συναντήσει τον πρωθυπουργό Villèle και θα συζητήσει για το γαλλικό πακέτο βοήθειας (αντίστοιχο με το βρετανικό) το οποίο υποστηρίζει ο Δ. Υψηλάντης.
Ο Ιμπραήμ αφού αποβιβαστεί ανενόχλητος, έχει τις πρώτες του επιτυχίες στην Πελοπόννησο. Λίγο πριν ο Παπαφλέσσας βγει για το Μανιάκι, ο Κουντουριώτης νιώθει την Μωραήτικη λαϊκή απειλή έτοιμη να ξεσπάσει στο κεφάλι του, αφού από τις αρχές του 1825 οι πρώτοι του Μωρηά βρίσκονται φυλακισμένοι στην Ύδρα ή υπό διωγμό.

Ο υπερφίαλος Ορλάνδος αποδεικνύει ότι δεν έχει την παραμικρή επίγνωση των διεθνών δυνάμεων που δρουν και του διακυβεύματος που τίθεται από την αρχή της Επανάστασης. Ο φόβος λύνει την γλώσσα του και σε μια επιστολή που είναι τραγικά προσωπική και υπηρεσιακή ταυτόχρονα, καταφέρεται κατά πάντων, μιμούμενος σε εκβιασμούς και την Επιτροπή του Λονδίνου. Η ακραία ιδιοτελής και παιδιάστικη στάση στα πιο κρίσιμα γεγονότα της Επανάστασης είναι το κεντρικό συμπέρασμα, ωστόσο τα επιμέρους θέματα είναι πολλά και άκρως σημαντικά.


Jeremy Bentham, ο ιδεολογικός αρχηγός της Γραικικής Επιτροπής του Λονδίνου

Ο Ορλάνδος πιστεύει ότι οι νησιώτες και οι Ρουμελιώτες είναι οι αγαθοί πατριώτες, ενώ οι Μωραήτες είναι οι κακούργοι αντιπατριώτες. Η αλήθεια είναι ότι στην τόσο χαλαρή του συνείδηση η δικαιολογία που του προσέφεραν οι δανειστές ήταν βολική για να την υιοθετήσει και να την διαδίδει προς κάθε κατεύθυνση. Ο Ορλάνδος πιστεύει ότι η τιμή της Επανάστασης πέφτει στο Χρηματιστήριο επειδή στον ελλαδικό χώρο επικρατεί διχόνοια. Η αλήθεια είναι ότι η διχόνοια ήταν επιδίωξη του α΄ δανείου, το οποίο και εξέλεγξε τον Κουντουριώτη προσωρινό Πρόεδρο στην θέση του Π. Μαυρομιχάλη. 

Οι τιμές των ομολογιών χειραγωγούνται πανεύκολα, για ποσά τόσο μικρά όσο τα ελληνικά δάνεια, δημιουργώντας πανικό στους πρωτάρηδες περί τα χρηματιστηριακά παιχνίδια. Τα μέλη της Επιτροπής αγόραζαν ομολογίες προσδοκώντας κέρδη από την άνοδο των τιμών. Όταν αυτές έπεφταν, τότε πίεζαν και εκβίαζαν τους Έλληνες απεσταλμένους. Όσο για τον Ιμπραήμ, αυτός τελεί υπό την προστασία, αν όχι υπό την καθοδήγηση της Γαλλίας και της Βρετανίας, οπότε ο Ορλάνδος πάσχει πλέον από ψυχική νόσο αντιστροφής της πραγματικότητας. Κατηγορεί ψευδώς αυτούς κατά των οποίων έχει ήδη ταχθεί για προσωπικό όφελος, χωρίς να βλέπει ούτε καν την υπόδειξη του Μπένθαμ να καταργηθεί η ανεξαρτησία και η δικαιοδοσία της δικαιοσύνης, να καταπατηθεί το Σύνταγμα του Άστρους (σε άλλη επιστολή ζητά να παραμείνει ο Κουντουριώτης Πρόεδρος και μετά την λήξη της θητείας που προέβλεπε το Άστρος). 

Κατηγορεί τον Κολοκοτρώνη και τους περί αυτόν ως προδότες. Κάπως έτσι στήθηκαν όλες οι κατηγορίες της εθνικής νεωτερικότητας εναντίον των υποστηρικτών του οικουμενικού χριστιανισμού. Την ίδια στιγμή και με τον ίδιο τρόπο, η αντιχριστιανική Δύση δολοφονεί ή επιχειρεί να δολοφονήσει τον Καραϊσκάκη, τον Θ. Κολοκοτρώνη, τον Π. Κολοκοτρώνη, τον Ανδρούτσο, τον Βαρνακιώτη, τον Βισβίζη κ.α., εντάσσοντας τα κακουργήματα αυτά στο θεσμικό πλαίσιο του δυτικού κράτους δικαίου. 

Έτσι ο κάθε Ορλάνδος γίνεται γρανάζι της μηχανής που μετατοπίζει τα πραγματικά αίτια της σύγκρουσης και διαδίδει τα ψεύδη και τις συκοφαντίες. Όμως δεν μπορεί εύκολα να κατηγορήσει κάποιος τον Ορλάνδο ότι δεν αντιλήφθηκε πως το παιχνίδι Αγγλίας-Γαλλίας ήταν στημένο σε ψηλότερο (τεκτονικό) επίπεδο, προκειμένου να μην μπορέσει η ρωσική παράταξη της Επανάστασης να σηκώσει κεφάλι. Και αυτό είναι ανεξάρτητο από το όποιο αίτιο που δημιούργησε την γαλλική παρέμβαση.

Στο άλλο άκρο: τη στιγμή που ο Ορλάνδος γράφει από το Λονδίνο, ο ήδη αποφυλακισμένος Κολοκοτρώνης υπογράφει την αίτηση προστασίας προς την Αγγλία και ξεχωριστή διαβεβαίωση (τεκτονική;) προς τον Canning που την ζητά. Ίσως η μέγιστη προσφορά του Κολοκοτρώνη στην Επανάσταση είναι ότι κατάφερε να παραμείνει ζωντανός, εντός του πολιτικού παιχνιδιού και να εξασφαλίσει από την Συνέλευση της Τροιζήνας την υπογραφή της υπέρ του Καποδίστρια. Το Λονδίνο που γνώριζε τις πεποιθήσεις και τις ικανότητες του γέρου, ώθησε τον Ορλάνδο να ζητήσει -ως Σαλώμη- το κεφάλι του από τον “Ηρώδη” Κουντουριώτη. Ευτυχώς, ο τελευταίος δεν ενέδωσε. Στο πλαίσιο της ομόνοιας έναντι του Ιμπραήμ εκδόθηκε πράξη πολιτικής αμνηστίας με ειδική -φωτογραφική- εξαίρεση για τον Οδ. Ανδρούτσο.

Είπαμε πως η επιστολή γράφεται 4 μήνες μετά το β΄ δάνειο και την εμφάνιση του Ιμπραήμ. Να προσθέσουμε ότι τότε (αρχές του 25) ο Ορλάνδος έγραφε στους αδελφούς Κουντουριώτη: “Όλοι εχάρησαν εδώ ακούσαντες τον θάνατον του υιού Κολοκοτρώνη, και είπαν, η Ελλάς έχει τώρα Διοίκησιν”. Όχι τυχαία, ο Κολοκοτρώνης χαρακτηρίζεται ως σήμερα από πολλούς “στρατιωτικός”· και αυτοί θεωρούν ότι ο α΄ εμφύλιος έγινε μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών. Όσο για τον β΄ εμφύλιο που συχνά αναφέρεται ότι έγινε από εγγενή αντιπαλότητα Ρουμελιωτών-Μωραητών, είναι ένα ακόμα θέμα που το προκάλεσε το Λονδίνο. Κρίμα στις αναλύσεις τόσων επιστημόνων που, ακολουθώντας τον Φίνλεϋ και τους άλλους νεωτερικούς της εποχής, “αποδεικνύουν” ως σήμερα τον “άγριο τοπικισμό” των γραικοχριστιανών και την ανάγκη για ένα έθνος “ευρύτερο” από το χωριό του κάθε αγωνιστή. 

Είναι το πολιτικό “έθνος” που προωθούσαν οι “Φίλοι του Νόμου”, υποκρινόμενοι πως δεν έβλεπαν το χριστιανικό (υπερεθνικό) έθνος των “Φίλων του Χριστού” που δημιούργησε την Επανάσταση.

Επιστολή προς τον Γ. ΚουντουριώτηΛονδίνο, 18/30 Ιουνίου 1825

Το αδελφικόν μου τούτο χρησιμεύει να σε φανερώσω, το οποίον πολλάκις σε είπα, το να γράφη δηλ. η Διοίκησις τακτικά προς την εδώ αποστολήν· ότι από την έλλειψιν τούτου θα καταντήσωμεν να μην έχωμεν τα μέσα. Μην γυρεύης τι εδοκίμασα τούταις ταις ημέραις με τον Ρικάρδον δανειστήν μας, όστις δια τας φημιζομένας κακάς ειδήσεις και τον εκ τούτων ξεπεσμόν του δανείου εις τα 13%, εζητούσε να υποχρεώση την αποστολήν να αγοράση το τέταρτον του δανείου. Τι θέλεις; Σχεδόν επιάσθηκα.

 Έχουν και τα δίκαιά των· άπειρα χάνουν με αυτόν τον κατεβασμόν των φόντων, [κεφαλαίων] καθώς και πέρυσι με το άλλο· από τον Φεβρουάριον οπού υπεγράφη το συμφωνητικόν έως σήμερον, τριακόσιες χιλιάδες λίρες χάνουν οι κρατούντες τα σκρίτα, [ομόλογα] και πόσα πέρυσι, και εκ τούτου μικροψυχούσι, και δεν έχει υπόληψιν το δάνειόν μας, επειδή μη να έχη τινάς γράμματά σας να τους ησυχάζη τας υποψίας των, από το άλλο μέρος ακούοντες ότι εσυγχωρήθησαν οι αποστάται, ενεκρώθησαν διόλου, λέγοντες, ότι εις την Ελλάδα δεν είναι Διοίκησις. Αδελφέ! Τέτοια σκυλιά τα φυλάττετε ακόμη; Κρίσιν θέλουν αυτοί; Και τι κακόν άφησαν να μην το κάμουν; Αν τα πράγματα της Ελλάδος έμειναν οπίσω, είναι αυτοί, οι μυριάκις χειρότεροι των Τούρκων, η αιτία· είκοσι μουρτάτες, [αποστάτες] βρωμόσκυλα, δεν εμπορείτε να κομματιάσετε, οπού εσήκωσαν τα άρματα κατά της Διοικήσεως, οπού έφαγαν τέσσαρας χρόνους τον Μωρέαν τον Ελληνικόν και έκαμαν παντός είδους κακόν; Ιδού τα αίτια της καταδίκης των· τι εννεαμελής επιτροπή; Τι κρίσις; Ιδού τι τους καταδικάζει εις μύριους θανάτους· αλλ’ όταν Πανούτζος, Τρικούπης, Λόντος και τόσοι άλλοι είναι πάλιν βουλευταί, είναι βέβαιον ότι ούτως ήθελε γένει το πράγμα ούτε με τόσα μέσα χρηματικά, ούτε με τόσας νίκας θαλασσίους δυνάμεθα να στερεώσωμεν Διοίκησιν· αλλοίμονον εις ημάς οπού εχάθημεν! 

Έμαθες πως από την Δυτικήν Ελλάδα έστειλαν τον Ρούπενταλ εδώ με γράμματα πληρεξουσιότητος να πραγματευθώσι δύο μιλλιουνίων ταλλήρων δάνειον, και είδαμεν και πάθαμεν να το ρίψωμεν κάτω, κοντεύσαντες να χάσωμεν το εθνικόν; Αλλοίμονον! Έτζι θα πάμε εμπρός; Μας δανείζουν πλέον; Μας εμπιστεύονται; Αχ καϋμένοι ’μεις νησιώται! Από ολίγους κοτζαμπασήδες Μωραΐτες και Φαναριώταις χανόμεθα! Είδες τι έγραφεν ο βρωμο-Υψηλάντης εις τα Παρίσια· τι τον φυλάττετε, αδελφέ; Δεν καθαρίζετε την Ελλάδα από τέτοιαις βρώμαις; Τώρα οπού έχουν ανάγκην οι στεριανοί από το ναυτικόν μας, αν δεν κυτάξωμεν να ωφεληθώμεν, να λάβωμεν την δύναμιν και εξουσίαν εις χείρας, αύριον μια ησυχία, addio περίστασις, πετά και φεύγει· πρόσεχε μην αφεθής από τα πράγματα, πρόσεχε καλά, άνοιξε τα μάτια σου. Γιατί να συγχωρήσης να γένη επιτροπή δανείου; Εγώ τα στέλνω σε σένα τα χρήματα· τα κονοσιμέντα, οι μάρκες, γίνονται εις το όνομά σου· γιατί να τα παραιτήσης; Και δεν γνωρίζεις ότι εις τα χρήματα είναι η δύναμις; Πρόσεχε από κάθε λογής ξένον· αρχοντιαίς και μακρυά, και μάλιστα από Φαναριώταις και Φραντζέζους. 

Τώρα, τώρα είναι ο καιρός να ωφεληθώμεν από την δύναμιν του ναυτικού μας και μην αφήσης να πετάξη το πουλί. Δια να λάβης δύναμιν, σου χρειάζεται τακτικόν στρατιωτικόν, οπού υπακούει· κράξε τον κολονέλ Νάπιερ από την Κεφαλληνίαν· αυτός είναι τίμιος, άξιος και παλλικάρι· εις τρεις μήνας κατά το σύστημά του δύναται να οργανίση δέκα χιλιάδες στράτευμα. Αυτά οπού σε γράφω μην τα υπολαμβάνης παιχνίδια· είναι λόγια παστρικά· άκουσέ με· θυσίασε ό,τι θυσιάσης, και κράξε τον το ογληγορώτερον· είναι ο μόνος, αν θέλετε να κάμετε τακτικόν· έχει πολλήν υπόληψιν εδώ· είναι από λαμπράν φαμίλιαν και ένας των περιφήμων στρατιωτών της Ευρώπης· αυτό άκουσέ με και κάμε το, και μην προσμένης από την Αμερικήν και από τον άξιον Καλλέργην, όχι πως θα κοστίση ο καθένας έναν θησαυρόν, αλλά δεν το πιστεύω να συγχωρηθή η έξοδός των· έπειτα είναι ξένοι, και μην ακούης τα κουράφαλα του Λουριώτη· τούτος ό,τι τον έρθη από τον κώλον, αυτό γράφει· δεν βλάπτει, εξοδεύει κάμποσα, και εγλεντά ο άξιος φίλος του Καλλέργης.

Εγώ είμαι, αδελφέ, βασγεστισμένος [απογοητευμένος] από τον Λουριώτην· τούτος είναι ένας δόλιος άνθρωπος· ψεύστης, καλπουζάνος, κενόδοξος εις το άκρον· η ανάγκη της Ελλάδος μ’ έκαμε να υποφέρω από τούτον πολλά· δεν ηξεύρω τι μέλλει γενέσθαι με τούτον τον Πρωτέα· μ’ υποσχέθη προ 4 μήνες ότι ήθελ’ αλλάξει σύστημα, το οποίον και σας έγραψα, πλην του κακού, έγινε χειρότερος· μην νομίζετε πως αξίζει και τίποτε· εις την δουλειάν γνωρίζεται ο άνθρωπος· αν με γνωρίζετε ικανόν, αν μ’ εμπιστεύεται το έθνος, ας μ’ αφήση μοναχόν· ειδέ στείλε μου την ανάκλησίν μου, ότι ευθύς οπού τελειώση το δάνειον τούτο, θέλει επιστρέψω και τότε θέλει γνωρίσετε τι άξιζεν ο Ορλάνδος· ας μην ήμουν εγώ, και ήθελ’ ιδήτε. Προσμένω από πρώτον σου γράμμα να μη ησυχάσης, ότι δεν εμπορώ να υποφέρω πλέον τούτον τον απατεώνα, τον Ιταλόν, τον αδιάντροπον, τον κόλακα εν ανάγκη, τον πάντα ποιούντα έως να κατορθώση την δουλειά του· ας μην είχε τύχει τούτη η αποστολή, και ήθελ’ ίδω τι κοιλιαίς ήθελε να παστρεύη εις το Λιβούρνον· αβαντουριέρηδες [τυχοδιώκτες] είναι, αγαπητέ, και ημείς τίμιοι, και απατώμεθα με την ψευτομετάνοιά τους· έπειτα είναι από την Άρταν, και οι Αρτινοί φημίζονται οι πρωτοσερέτηδες [πιο δύστροποι] του κόσμου· όλους φίλους τους έχει, και κανένα δεν αγαπά· όλων ψεύματα λέγει, αλήθειαν δεν ηξεύρει, ούτ’ εσυνήθισε να λέγη· δια τα τέλη του τα άθλια όλους τους πεσκεσάρει, αν πέση τούτος νάχη τον άλλον, καθώς και το είδες εμπράκτως, και ούτως το φρονούσε· είναι κατά το λεγόμενον εις την νήσον μας «αγ τζι πλάσουι»· [Σατανάς] τώρα άρχισε να πληρώνη τα χρέη του οπού εχρεώνετο και έτρωγε εις την Ελλάδα των Μπουτουρέων και τόσων άλλων· οι λεγόμενοι θείοι του εις Λιβόρνον, θείοι από έκτην και εβδόμην γενεάν, ούτ’ εν σολδί δεν τον έδιδαν, και μάλιστα ο Γιαλιάς· ας μην είσθε σεις και εγώ, ήθελε ιδώ αν εκατώρθωνε ή το πρώτον ή τούτο το δεύτερον, να έλθη εδώ· αλλ’ όλα καθώς πάτησε το καΐκι τα λησμόνησε· ας τελειώση η πληρωμή του δανείου τούτου να φύγω, και τότε βλέπετε τι άξιζα εγώ, και πόσην υπόληψιν και βάρος έδιδα εις την αποστολήν, και πώς εφρόντιζα και εφύλαττα τα πάντα. 

Αν θελήσω να σε τα γράψω όλα, και ’σένα θέλει βαρύνω, κ’ εμένα ο καιρός θέλει με λείψει· αλλά σε λέγω ως αδελφός, ότι αν δεν γίνεται να μείνω μόνος, φρόντισον έναν άνθρωπόν σας, ότι είναι ανάγκη, και ανάγκη μεγάλη, να έχη το σπήτι σας άνθρωπον χωρίς άλλο εδώ, ότι εγώ αναχωρώ εξάπαντος· με τούτον τον πλάνον δεν καταδέχομαι να μένω· εντρέπομαι πώς σας έγραψα υπέρ αυτού, πλην το ομολογώ πως μ’ υπεσχέθη και με γέλασε.

Ηκούσθη σήμερον εδώ από Τεργέστης η πτώσις του Νεοκάστρου, και ότι είναι πάλιν διχόνοιαι· παραταύτα τα φόντα μας [κεφάλαια] εξέπεσαν, και άρχισαν να βλασφημούν τας καθημερουσίας διχονοίας μας. Μ’ αυτάς τας ολημερινάς διχονοίας και τούτο το δάνειον θα χάσωμεν, και άλλο, αν λάβωμεν ανάγκην, δεν θα δυνηθώμεν να κάμωμεν και ο Θεός να γένη ίλεως.

Η μαρτυρία των αποστατών είναι τα άρματα οπού φέρουν εις χείρας κατά της πατρίδος, και αύτη μόνη τους καταδικάζει· έπειτα εις τας επαναστάσεις δεν χρειάζεται άργητα, επειδή αι περιστάσεις αλλάσσουν από την μίαν ώραν εις την άλλην.

Ο σεβαστός γέρων κύριος Κοραής από το Παρίσι σ’ ασπάζεται, και με έγραψε να σε είπω, ότι από τα φράγκα 1500 οπού σ’ έστειλε να μοιράσης των πυρπολιστών ναυτών των τολμηροτέρων εις την προσκόλλησιν των εμπρηστηρίων, να μην λησμονήσης και τον άξιον Κανάριον.

Την έσωθεν, αφ’ ου την αναγνώσης, την στέλνεις τον ακριβόν μας κύριον Λάζαρον εις Ύδραν.

Δυο φρεγάται της πρώτης τάξεως εις την Νέαν Υόρκ της Αμερικής ετοιμάζονται υπό την επιστασίαν του αξίου στρατηγού Λαλεμάνδ· δυο άλλαι εδώ, εξ ων η μια είναι έτοιμη, μια εις την Γαλλίαν, και άλλη εις την Σουηδίαν, και το ατμοκίνητον· δι άλλας δεν δυνάμεθα, ότι δεν μένουν χρήματα δια τας ανάγκας της Διοικήσεως, και ούτως εν διχονοίαις τρέχοντες δεν ηξεύρω αν μας δανείζωσιν άλλα, και προς είδησίν σου.
Χθες έλαβον γράμμα από τον καλόν μας και ενάρετον αδελφόν κύριον Λάζαρον, ο οποίος προς τοις άλλοις με ομιλεί και περί της στενοχωρίας την οποίαν δοκιμάζει η φαμιλία μου δια την απουσίαν μου, προσθέτων ακόμη, αν ήτον δυνατόν, όταν διευθετηθώσι τα του δανείου, να επιστρέψω να με ιδή η φαμιλία μου, και πάλιν, αν η ανάγκη το καλέση, να ξαναγυρίσω· το επιθυμούσα κ’ εγώ πολλά, μα πώς γίνεται; ευθύς όπου ακουσθή εδώ, όλα ανατρέπονται· τόσαις μεγάλαις και πολλαίς δουλειαίς, αι πληρωμαί του δανείου ακόμη όλαι δεν έγιναν· αυταί τελειώνουν τον 8βριον, αν δεν τύχη τι απευκταίον· είναι αι φρεγάται, τόσαι άλλαι δελικάται υποθέσεις χρήζουσαι της παρουσίας μου, και εις τίνα να εμπιστευθώ (αν ημπορούσε να γένη;) εις τον Λουριώτην; αλλοίμονον! 

Τι να σε ειπώ; εις μίαν εβδομάδα τα σκορπούσε όλα κατά το χέρι και τον πόνον δια την Ελλάδα οπού έχει. Και τι έχει να χάση τούτος εις την Γραικίαν; τούτος είναι Ιταλός· ό,τι τύχη (ο μη γένοιτο) της Ελλάδος, δίπορτο τώχει· πάγει εις τους λεγομένους θείους του εις το Λιβόρνον· αν δεν ήτον να έλθη εδώ, εις την Ελλάδα ήθελε μείνει; και τι να κάμη; τι να φάγη πρώτον; πάλιν αλλοίμονον!

Λοιπόν συ κύταξε να ησυχάσης την φαμιλίαν μου, αδελφέ, με τον τρόπον οπού κρίνεις φρόνιμον· εις την αγάπην σου και την φρονιμάδα σου αφιερώνομαι, και καθώς εγώ θυσιάζομαι δια το σπήτι σας, ούτω και σεις πρέπει να στοχάζεσθε την εδικήν μου φαμιλίαν, καθώς διόλου δεν αμφιβάλλω.

Πρόσεχε από τους Γάλλους· σέβου τους Άγγλους οπού μας βοήθησαν και θέλει μας βοηθήσουν· μην απατάσαι με το όνομα των κομιτάτων· είναι όλο λόγια· να γνώριζες τι πράγμα είναι αυτά τα κομιτάτα! Και όταν συσταίνονται έτζι αργά, και ποία είναι τα αίτια της συστάσεώς των! Όσα προσπαθούν οι Γάλλοι, τα ηξεύρουν εδώ οι Άγγλοι όλα, και πρόσεχε καλά. Μη δος ετέρω την δόξαν σου· να χυθούν, αδελφέ, τόσα αίματα, να εξοδευθούν τόσα πλούτη, τόσοι ίδρωτες δια έναν ………… [αποσιωπητικά] και να ιδούμεν τι λέγουν αι άλλαι Δυνάμεις, δεν κάμνουν τίποτε, σκάπτουν μόνον τον λάκκον μας.

Περί των όσων σ’ έγραψα μην βαρυνθής, παρακαλώ, να μ’ αποκριθής όσον ταχύτερα δια να κυβερνηθώ. Χαιρέτα μου την αγαπητήν φαμιλίαν σου. Πρόσφερε εις τους φίλους όλους τα πρέποντά μου.

Μεγάλην ζημίαν θα λάβουν από το κάμβιον [συναλλαγματική διαφορά] εκείνοι οπού εστάλησαν εις την Μάλταν, και τα είδη θα τ’ αγοράσουν ακριβά.
Υγίαινε και αγάπα τον σεβόμενον και αγαπώντα σε
αδελφόν σου

Ιω. Ορλάνδον

Πηγή:
karavaki.wordpress.com

ΑΝ σας άρεσε αυτό το άρθρο κάντε κλίκ..ΕΔΩ...  για να είστε οι πιο ενημερωμένοι αναγνώστες του διαδικτύου
Continue reading

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

10/4/1825: ΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΝ ΕΞΟΔΟ ΚΑΙ ΠΕΡΝΑΝΕ ΣΤΗΝ ΑΘΑΝΑΣΙΑ...


Με μια πανίσχυρη στρατιά 20.000 ανδρών, ο Κιουταχής ξεκίνησε από τα Τρίκαλα στα τέλη Φεβρουαρίου του 1825 και στις 15 Απριλίου 1825 έφθασε προ του Μεσολογγίου.

Αμέσως άρχισε την πολιορκία της πόλεως, η οποία μπορεί να χωρισθεί σε δύο περιόδους: α) 15 Απριλίου έως 12 Δεκεμβρίου 1825 και β) 25 Δεκεμβρίου 1825 έως τις 11 Απριλίου 1826. Χωρίς σημαντική βοήθεια από τους υπόλοιπους Έλληνες, λόγω του εμφυλίου πολέμου, και έχοντας να αντιμετωπίσουν υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις, οι 12.000 ψυχές του Μεσολογγίου αντιστάθηκαν καρτερικά επί ένα χρόνο. Την οργάνωση της άμυνας ανέλαβε τριμελής επιτροπή υπό τους Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, Δημήτριο Θέμελη και Γεώργιο Καναβό.

Στις 25 Δεκεμβρίου 1825 άρχισε η δεύτερη φάση της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Όπως και στην πρώτη πολιορκία, πάλι υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο πασάδων. Ο αιγύπτιος Ιμπραήμ επεχείρησε με τις δικές του δυνάμεις να καταλάβει το Μεσολόγγι στις 16 Ιανουαρίου 1826. Απέτυχε, όμως, και αναγκάσθηκε να συμπράξει μετά του Κιουταχή. Οι δύο στρατοί κατέστησαν ασφυκτική την πολιορκία με ανηλεή κανονιοβολισμό του Μεσολογγίου και με την κατάληψη των στρατηγικής σημασίας νησίδων Βασιλάδι (25 Φεβρουαρίου) και Κλείσοβας (25 Μαρτίου). Μετά την πτώση των δύο νησίδων, η θέση των πολιορκουμένων κατέστη δεινή, μετά και την αποτυχία του Μιαούλη να διασπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό.

Η κατάσταση πλέον μέσα στην πόλη είχε φθάσει σε οριακό σημείο. Τρόφιμα δεν υπήρχαν και οι πολιορκούμενοι (γυναίκες, παιδιά, τραυματίες, γέροντες και μαχητές) σιτίζονταν με φύκια, δέρματα, ποντίκια και γάτες! Υπό τις συνθήκες αυτές, που καθιστούσαν αδύνατη την αποτελεσματική υπεράσπιση της πόλης, αποφασίστηκε σε συμβούλιο οπλαρχηγών και προκρίτων στις 6 Απριλίου η έξοδος και ορίστηκε γι' αυτή, η νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων (9 προς 10 Απριλίου). Τα μεσάνυχτα, σύμφωνα με το σχέδιο, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, υπό τους Δημήτριο Μακρή, Νότη Μπότσαρη και Κίτσο Τζαβέλα, με την ελπίδα να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές, επωφελούμενοι από τον αιφνιδιασμό των πολιορκητών.

Όμως, το σχέδιο της εξόδου, είτε προδόθηκε, είτε δεν εφαρμόστηκε σωστά κι έτσι οι δυνάμεις του Ιμπραήμ κατέσφαξαν με τα γιαταγάνια τούς μαχητές της ελευθερίας. Στο μεταξύ, μέσα στο Μεσολόγγι είχαν αρχίσει οι σφαγές από τους Τουρκοαιγύπτιους, που είχαν εισβάλει από άλλο σημείο της πόλης.

Σε πολλά σημεία σημειώθηκαν δραματικές σκηνές: ο δημογέροντας Χρήστος Καψάλης, όταν κυκλώθηκε από τους εισβολείς στο σπίτι του, όπου είχαν συγκεντρωθεί τραυματίες, γέροντες και γυναικόπαιδα, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, ενώ ο μητροπολίτης Ρωγών Ιωσήφ ανατίναξε τον Ανεμόμυλο, στην τελευταία πράξη αντίστασης, όταν κυκλώθηκε από τους εχθρούς. Το πρωί της 10ης Απριλίου, ανήμερα των Βαΐων, η οθωμανική ημισέληνος κυμάτιζε στα χαλάσματα του Μεσολογγίου.

Οι πληροφορίες για τις απώλειες των Ελλήνων κατά την πολιορκία και την έξοδο είναι αντιφατικές. Πιθανότερο φαίνεται ότι από τους 3.000 που πήραν μέρος στην έξοδο, οι 1.700 έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι. Ανάμεσα στους νεκρούς, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Μιχαήλ Κοκκίνης, ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας, ο Νικόλαος Στορνάρης, ο γερμανός εκδότης της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά» Ιάκωβος Μάγιερ και άλλοι γερμανοί φιλέλληνες. Γύρω στα 6.000 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν για να πουληθούν στη Μεθώνη και στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Οι απώλειες για τους τουρκοαιγύπτιους εισβολής ανήλθαν σε 5.000 άνδρες.

Η Επανάσταση μετά την πτώση του Μεσολογγίου είχε σχεδόν κατασταλεί. Η φλόγα της, όμως, παρέμεινε άσβεστη, καθώς η ήττα μετατράπηκε σε νίκη. Ένα νέο κύμα φιλελληνισμού αναδύθηκε μετά την αμαύρωση του Αγώνα, εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού. Αυτό με τη σειρά του επηρέασε εμμέσως την ευρωπαϊκή διπλωματία για τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων. Πολλά έργα, ζωγραφικά, λογοτεχνικά και άλλα, απαθανάτισαν τη θυσία των Μεσολογγιτών. Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός έγραψε την ημιτελή ποιητική του σύνθεση «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι».

Το Μεσολόγγι απελευθερώθηκε στις 11 Μαΐου 1829. Το 1937 αναγνωρίστηκε ως «Ιερά Πόλις» και η Κυριακή των Βαΐων ορίστηκε ως επέτειος της εξόδου.

sansimera.gr


ΠΗΓΗ

ΑΝ σας άρεσε αυτό το άρθρο κάντε κλίκ..ΕΔΩ...  για να είστε οι πιο ενημερωμένοι αναγνώστες του διαδικτύου
Continue reading

Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Σαν σήμερα το 1821 απαγχονίζεται ο Γρηγόριος Ε’ σε αντίποινα για την Ελληνική Επανάσταση


Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και μάρτυρας του Γένους.

Ο Γεώργιος Αγγελόπουλος, όπως ήταν το κοσμικό του όνομα, γεννήθηκε το 1745 στη Δημητσάνα Αρκαδίας από φτωχούς και ευσεβείς γονείς, τον Ιωάννη και την Ασημίνα.

Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο της πατρίδας του και στη συνέχεια μαθήτευσε για δύο χρόνια στην Αθήνα, κοντά στον ιεροκήρυκα Κωνσταντίνο Βόδα. Το 1767 μετέβη στη Σμύρνη, όπου ζούσε ο θείος του Μελέτιος και σπούδασε για πέντε χρόνια στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή. Ακολουθώντας την κλίση του προς τον μοναχικό βίο, αποσύρθηκε στη μονή του Αγίου Διονυσίου στις Στροφάδες νήσους, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Γρηγόριος. Ακολούθως, φοίτησε στην περίφημη Πατμιάδα Σχολή, με καθηγητές τον Δανιήλ Κεραμέα και τον Βασίλειο Κουταληνό.

Ο μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος, εκτιμώντας τη φιλοσοφική και θεολογική του συγκρότηση, τον χειροτόνησε διάκονο και αργότερα πρεσβύτερο. Μετά την εκλογή του Προκόπιου ως Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Σμύρνης στις 14 Οκτωβρίου του 1785. 


Διακρίθηκε για το ποιμαντικό και φιλανθρωπικό του έργο, δημιούργησε όμως αρκετές αντιπάθειες με τη δράση του. Την Πρωτομαγιά του 1797 εκλέχθηκε ομοφώνως Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διαδεχόμενος τον θανόντα πατριάρχη Γεράσιμο Γ΄, αλλά τον επόμενο χρόνο αναγκάστηκε να παραιτηθεί, εξαιτίας των πιέσεων από τις Οθωμανικές αρχές και της ρήξης με μερίδα ιεραρχών του Πατριαρχείου. Αφού περιπλανήθηκε αρκετά, κατέληξε στο Άγιο Όρος, όπου μόνασε.

Μετά τον θάνατο του πατριάρχη Καλλίνικου Ε΄, ανέλαβε για δεύτερη φορά τον Οικουμενικό θρόνο στις 24 Σεπτεμβρίου του 1806, αλλά στις 10 Ιουλίου του 1808 παραιτήθηκε εκ νέου, μετά από απαίτηση του επικεφαλής των γενιτσάρων Μουσταφά Μπαϊρακτάρ, ο οποίος είχε επαναστατήσει κατά του Σουλτάνου. Μετά τη νέα παραίτησή του, ο Γρηγόριος μόνασε για σχεδόν 10 χρόνια στο Άγιο Όρος. Περί τα μέσα του 1818 τον επισκέφθηκε ο Κοζανίτης οπλαρχηγός Ιωάννης Φαρμάκης, προκειμένου να τον ενημερώσει για την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, που είχε ως σκοπό την προετοιμασία της εξέγερσης των υπόδουλων Ελλήνων κατά του Οθωμανικού ζυγού. 


Σύμφωνα με τον Φαρμάκη, ο Γρηγόριος «έδειξεν ευθύς ζωηρώτατον ενθουσιασμόν υπέρ του πνεύματος αυτής» και «ηυχήθη από καρδίας», για την επιτυχία του σκοπού της. Του συνέστησε, όμως, «να προσέξουν πολύ οι εταίροι μήπως βλάψουν αντί να ωφελήσουν την Ελλάδα».

Πάντως, αρνήθηκε να ενταχθεί στη Φιλική Εταιρεία, επειδή ως κληρικός δεν μπορούσε να δώσει τον όρκο του φιλικού. Ο ίδιος ήταν επιφυλακτικός έως αρνητικός στην έναρξη της Επανάστασης. Όταν σε μία συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος προέτρεψε τον Πατριάρχη να μεταβούν στην Πελοπόννησο για να τεθούν επικεφαλής της Επανάστασης, ο Γρηγόριος απάντησε: «Κι εγώ ως κεφαλή του Έθνους και υμείς ως Σύνοδος φείλομεν να αποθάνωμεν δια την κοινήν σωτηρίαν· ο θάνατος ημών θα δώση δικαίωμα εις την Χριστιανοσύνην να υπερασπίση το Έθνος εναντίον του τυράννου. Αλλ” αν υπάγωμεν μεις να θαρρύνωμεν την Επανάστασιν, τότε θα δικαιώσωμεν τον Σουλτάνον αποφασίσαντα να εξολοθρεύση όλον το Έθνος».

Ο Γρηγόριος με το συγγραφικό του έργο και την εν γένει πολιτεία του αντιτάχθηκε στον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, ερχόμενος σε αντιπαράθεση με πολλούς διανοούμενους της εποχής του, όπως ο Κοραής και ο Ανώνυμος της «Ελληνικής Νομαρχίας». Πίστευε ότι με τα ιδεολογικά ρεύματα και τον αντιχριστιανισμό, που πήγαζαν από τη Γαλλική Επανάσταση, απειλείτο η ρωμέικη παράδοση. Αντίθετα, επιδίωκε έναν διαφωτισμό, που θα βασίζεται στην ελληνορθόδοξη παράδοση, όπως αυτή καθορίστηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας.

Στις 18 Δεκεμβρίου 1818 κλήθηκε για τρίτη φορά στον Οικουμενικό θρόνο. Η τρίτη πατριαρχία του συνδέθηκε με κρισιμότατες στιγμές του Ελληνισμού και μέχρι σήμερα διχάζουν του ιστορικούς κάποιες από τις αποφάσεις του αυτής της περιόδου. Γρήγορα κατέστη ύποπτος στην Υψηλή Πύλη, μετά την έκρηξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία (23 Φεβρουαρίου 1821). 

Στις 23 Μαρτίου, κατόπιν πιέσεων του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, αφόρισε τους επαναστάτες, χωρίς να πτοήσει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, που δεν φαίνεται να έδωσε σημασία στον αφορισμό. Σε μία επιστολή του προς τους Σουλιώτες, έγραψε: «Ο Πατριάρχης βιαζόμενος υπό της Πόρτας σας στέλλει αφοριστικά […] Εσείς, όμως, να τα θεωρείτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου…». 

Πάντως, φαίνεται να προκάλεσε ένα μούδιασμα στους επαναστάτες της Πελοποννήσου. Ο Κολοκοτρώνης έγραψε στα απομνήμονεύματά του: «Αυτός (ο πατριάρχης) έκανεν ό,τι του έλεγεν ο Σουλτάνος».

Το κλίμα για τον Γρηγόριο βάρυνε περισσότερο, όταν έφθασαν οι πρώτες πληροφορίες για την κήρυξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Οι Οθωμανικές αρχές αποφάσισαν την εξόντωσή του, με την ελπίδα ότι αυτή θα επιδρούσε αρνητικά στο ηθικό των εξεγερμένων Ρωμιών και θα ανέκοπτε την επαναστατική ορμή τους. Έτσι, στις 10 το πρωί της 10ης Απριλίου του 1821, ανήμερα της εορτής του Πάσχα, ο μέγας διερμηνέας της Υψηλής Πύλης, Σταυράκης Αριστάρχης, μετέβη στο Πατριαρχείο και ανέγνωσε ενώπιον μελών της Ιεράς Συνόδου το σουλτανικό φιρμάνι, με το οποίο ο Γρηγόριος επαύετο από το αξίωμά του «ως ανάξιος γενόμενος του πατριαρχικού θρόνου, αγνώμων προς την Υψηλήν Πύλην και άπιστος».

Αμέσως μετά, ο Γρηγόριος συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές του Μποσταντζίμπαση, όπου υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Γύρω στις 3 μ.μ. της ίδιας ημέρας, ο Γρηγόριος επέστρεψε φρουρούμενος στο Φανάρι, ενώ κατά τη διαδρομή ομάδες του μουσουλμανικού και εβραϊκού υποκόσμου της Πόλης τον χλεύαζαν και τον προπηλάκιζαν. 

Στη μεσημβρινή πύλη του Πατριαρχείου είχε στηθεί η αγχόνη. Ο δήμιος, αφού του αφαίρεσε το εγκόλπιο, το ράσο, το κομπολόι και ό,τι πολύτιμο βρήκε πάνω του, τοποθέτησε τον βρόχο στον λαιμό του. Λίγες στιγμές αργότερα, το σώμα του Γρηγορίου αιωρείτο στο κενό. Ο Πατριάρχης είχε παραδώσει το πνεύμα, σε ηλικία 76 ετών.

Τότε, οι παριστάμενοι Μουσουλμάνοι και Εβραίοι άρχισαν να λιθοβολούν το αιωρούμενο λείψανο, μπροστά από το οποίο πέρασαν όχι μόνο ο μέγας βεζίρης, αλλά και ο ίδιος ο Σουλτάνος, ο οποίος διέταξε να παραμείνει στη θέση αυτή για τρεις ημέρες και να φέρει πάνω του το φιρμάνι της καταδίκης. Στις 13 Απριλίου κάποιοι Εβραίοι αγόρασαν το λείψανο αντί 800 γροσίων και αφού το έσυραν από τους κεντρικούς δρόμους της Κωνσταντινούπολης το έριξαν στη θάλασσα, αφού το έδεσαν με ένα μεγάλο λιθάρι, για να βουλιάξει. 

Όμως, το σχοινί κόπηκε και το λείψανο επέπλεε για τρεις μέρες στον Κεράτιο κόλπο, ώσπου έγινε αντιληπτό από τον Κεφαλλονίτη καπετάνιο του ρωσικού πλοίου «Άγιος Νικόλαος» Μαρίνο Σκλάβο, ο οποίος το ανέσυρε από τη θάλασσα και το μετέφερε στην Οδησσό, όπου εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και τάφηκε με μεγάλες τιμές στις 16 Ιουνίου του 1821.

Στις 25 Απριλίου του 1871, το λείψανο του Γρηγορίου Ε΄ μεταφέρθηκε στην Αθήνα και εναποτέθηκε στη Μητρόπολη. Στις 8 Απριλίου του 1921, ο Γρηγόριος Ε΄ ανακηρύχθηκε Άγιος και η μνήμη του εορτάζεται κάθε χρόνο στις 10 Απριλίου.

sansimera.gr


ΠΗΓΗ

ΑΝ σας άρεσε αυτό το άρθρο κάντε κλίκ..ΕΔΩ...  για να είστε οι πιο ενημερωμένοι αναγνώστες του διαδικτύου
Continue reading

Κυριακή 9 Απριλίου 2017

Δημήτριος Ίτσιος: Ο Έλληνας Λοχίας που σκότωσε 232 Γερμανούς!


Στις 6 Απριλίου του 1941εκδηλώθηκε στις 5:15 το πρωί -45 λεπτά πριν από την προβλεπόμενη ώρα σύμφωνα με τη γερμανική διακοίνωση- η επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας κατά της χώρας μας, στα οχυρά της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας.

Η γερμανική διακοίνωση είχε επιδοθεί νωρίτερα στον Πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή από τον Γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα, πρίγκιπα Έρμπαχ. Ο Κορυζής είπε το δεύτερο ΟΧΙ, αυτή τη φορά στην ιταμή ναζιστική πρόκληση.

Η γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας αποτελεί συνέχεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, που ξεκίνησε την 28η Οκτωβρίου 1940 με την ιταλική επίθεση στα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Η γερμανική επίθεση είχε την κωδική ονομασία «Μαρίτα» και η εντολή για τη σχεδίασή της είχε δοθεί από τον Χίτλερ στις 13 Δεκεμβρίου 1940.

Ηρωική χαρακτηρίστηκε από όλους –ακόμα και από τον εχθρό- η μάχη των Ελλήνων στρατιωτών στα οχυρά, ενώ δεν είναι λίγες και οι ιστορίες ανδρείας, γενναίων στρατιωτών και αξιωματούχων που συγκινούν μέχρι και σήμερα.

Μία από αυτές, είναι και η ιστορία του έφεδρου λοχία Δημήτρη Ίτσιου, ο οποίος ήταν επικεφαλής της αντίστασης στο πολυβολείο, Π8 στην Ομορφοπλαγιά του Μπέλες πάνω από το χωριό Άνω Πορρόια Σερρών.

Ο Ίτσιος, μαζί με πέντε φαντάρους, αποφάσισαν να πολεμήσουν μέχρι το τέλος, καθώς το συγκεκριμένο πολυβολείο κάλυπτε την υποχώρηση των Ελλήνων στρατιωτών και η αποστολή τους ήταν να αντέξουν όσο περισσότερο μπορούσαν, προκειμένου να κερδίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο.

Στους Γερμανούς, είχε απομείνει μόνο μία λύση για να τους αφοπλίσουν: Να πάνε οι ίδιοι και να πάρουν τα όπλα τους.

Ο Ίτσιος άντεξε, παραμένοντας στη θέση του, μέχρι να τελειώσουν τα πυρομαχικά. Περίπου 33.000 σφαίρες στοίχισαν τη ζωή σε 232 Γερμανούς, μεταξύ των οποίων και ενός συνταγματάρχη που τέθηκε επικεφαλής της επίθεσης. Ο Έμπελινγκ και οι στρατιώτες του έπεσαν νεκροί σοκάροντας τους υπόλοιπους Γερμανούς.

Ο αριθμός ήταν ασύλληπτος, ως αποτέλεσμα αντίστασης έξι ατόμων, καθώς σύμφωνα με σχετικές έρευνες, τόσους σκότωσε ολόκληρος ο στρατός της Γιουγκοσλαβίας στη διάρκεια της γερμανικής εισβολής τον Απρίλιο 1941.

Ο Ίτσιος έχει εντολή να υποχωρήσει, αφού κερδίσει τον απαιτούμενο χρόνο, ωστόσο οι Γερμανοί κατάφεραν να τον εγκλωβίσουν.

Ο έφεδρος λοχίας, αντιλαμβανόμενος τη δυσκολία της κατάστασης, έδωσε την εντολή στους στρατιώτες να φύγουν και να τον αφήσουν μόνο του να συνεχίσει την αντίσταση.

Οι φαντάροι υπάκουσαν εκτός από δύο άνδρες, που κατάγονταν από το διπλανό χωριό. Οι τρεις άνδρες έμειναν για να πεθάνουν αγωνιζόμενοι. Κατορθώνοντας το… ακατόρθωτο, τους νίκησε τελικά το αναπόφευκτο. Δεν τους εξόντωσαν ούτε οι βολές των Στούκας, ούτε το πυροβολικό των Γερμανών, ούτε οι επιθέσεις των επίλεκτων χερσαίων δυνάμεων της Βέρμαχτ, αλλά η εξάντληση των πυρομαχικών τους.

Μην έχοντας στη διάθεσή τους άλλες σφαίρες, αναγκαστικά παραδόθηκαν. Οι Γερμανοί διστακτικά και με χίλιες προφυλάξεις τους πλησίασαν και ο επικεφαλής τους άνοιξε διάλογο με τον λοχία. Ο διάλογος έφτασε στις μέρες μας με διάφορες παραλλαγές ωστόσο το πνεύμα είναι πάντα ίδιο.

Ο Στρατηγός Σόρνερ

– Στρατηγός Σόρνερ: Που είναι ο αξιωματικός σου;

– Λοχίας Ίτσιος: Δεν υπάρχει, εγώ είμαι επικεφαλής.

– Στρατηγός Σόρνερ: Εσύ;

– Λοχίας Ίτσιος: Ναι!

– Στρατηγός Σόρνερ: Συγχαρητήρια, με την αντίσταση σου ζωντάνεψες το πνεύμα των προγόνων σου.

– Λοχίας Ίτσιος: Έκανα το καθήκον μου.

– Στρατηγός Σόρνερ: Τώρα θα πρέπει να κάνω και εγώ το δικό μου. Μου στοίχισες πάνω από διακόσιους άνδρες.

Μετά από αυτό ο Σόρνερ έδωσε εντολή παρουσίασης όπλων σε μια διμοιρία Γερμανών στρατιωτών προς τιμήν του Ίτσιου, και αμέσως μετά έδωσε διαταγή να εκτελεστεί ο Ίτσιος, κατά παράβαση της συνθήκης της Γενεύης. Άφησε ελεύθερους ωστόσο τους δύο στρατιώτες που ήταν μαζί του.

Πρόκειται για το πρώτο έγκλημα πολέμου των Γερμανών στην Ελλάδα. Οι φωτογραφίες της Βέρμαχτ επιβεβαιώνουν τις μαρτυρίες των στρατιωτών τουλοχία Ίτσιου που ήταν αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας του, ότι πυροβολήθηκε εξ επαφής στο κεφάλι με περίστροφο, ενώ είχε ήδη παραδοθεί.

Ο Ίτσιος νεκρός





Ο σημερινός επισκέπτης του Π.8 μπορεί μέχρι και σήμερα να εντοπίσει τον βράχο όπου ο λοχίας έπεσε και ξεψύχησε όταν πυροβολήθηκε.

Το πυροβολείο Π8



Ο Ίτσιος παρασημοφορήθηκε και το στρατόπεδο πήρε το όνομα του.





enikos.gr

ΠΗΓΗ

ΑΝ σας άρεσε αυτό το άρθρο κάντε κλίκ..ΕΔΩ...  για να είστε οι πιο ενημερωμένοι αναγνώστες του διαδικτύου

Continue reading

Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

To πραγματικό τέλος του Aθανάσιου Διάκου. 'Oσα μας έκρυβαν τόσα χρόνια !



ΑΥΤΟΥΣΙΟ

Όσοι δεν γνωρίζετε το ιστορικό του θανάτου του ήρωα Αθανάσιου Διάκου, που μαρτύρησε από αυτή την βρωμόφαρα που λέγονται Τούρκοι διαβάστε το. Όχι για να στεναχωρηθούμε η να πονέσουμε αλλά για θυμηθούμε τι υπέφεραν οι πρόγονοί μας για να είμαστε εμείς και η πατρίδα ελεύθεροι. Την ώρα που μάλιστα η ισλαμοποίηση της Ελλάδος είναι προ των πυλών και οι λάτρες του νεοοθωμανισμού βρίσκονται σε κυβερνητικούς θώκους και αντιπολιτευτικά έδρανα ανοίγοντας νέες κερκόπορτες στους Τούρκους και στους Ευρωπαίους συνεταίρους τους

του Ευθύμιου Χριστόπουλου, εκπ/κού-δημοσιογράφου Το καλοκαίρι του 1947 ως μαθητής της Β' τάξης της Εκκλησιαστικής Σχολής Λαμίας, δέχτηκα την παρακίνηση του αείμνηστου Διευθυντού της Δημητρίου Κρικέλα να συγκεντρώσω πληροφορίες από γέρους Λαμιώτες που τις είχαν από τους πατεράδες τους, για ποιο ήταν το πραγματικό τέλος του Αθανασίου Διάκου. Ταξι­νομώντας αυτές που συγκέντρωσα, είδα ότι τέσσερες ήταν ακριβώς ίδιες, αν και προέρχονταν από γερόντια που ζού­σαν σε διαφορετικά σημεία της Λαμίας ο καθένας και μά­λιστα

ένας παππούς ήταν απ' τη Ροδίτσα. Διασταυρώνοντας τες αργότερα, με όσα διάβαζα άλλα, καταλάβαινα ότι αυ­τές που είχα ήταν ασφαλώς οι σωστές. Το κύριο σημείο τους και κοινό, ήταν ότι τρεις Έλληνες, όταν έπιασαν το Διάκο και τον έφεραν στη Λαμία, τον έκλεισαν σ' ένα πα­λιό κι εγκαταλειμμένο χάνι, εκεί που σήμερα έχει οικοδο­μηθεί το Λαογραφικό Μουσείο Λαμίας στην οδό Καλύβα - Μπακογιάννη. Αυτοί οι τρεις είχαν περάσει πίσω - δυ­τικά - στο χάνι και από δύο μισοχαλασμένα παραθυράκια είχαν παρακολουθήσει όλη τη νύχτα όλα όσα έγιναν μέσα στο χάνι, τα οποία και αναφέρω στη συνέχεια.:

Μετά τη σύλληψη του Διάκου στα ποριά Δαμάστας, τον έφεραν με συνοδεία ποινών και τραυματισμένο στη Λαμία, οδηγώντας από τη νότια της είσοδο που περνούσε δίπλα από το Γολγοθά (όπως έλεγαν το ξε­κομμένο Λόφο όπου σήμερα είναι το κτίριο του Ορφα­νοτροφείου Αρρένων) και από την οδό Σατωβριάνδου (σήμερα) και συνέχεια τον έφτασαν και τον έκλεισαν μέσα στο παλιό χάνι, όπου σήμερα - πάλι καλά! - έχει ανεγερθεί το Λαογραφικό Μουσείο.

Τον έβαλαν μέσα και τον έδεσαν με σκοινιά σ' ένα παχνί, το οποίο ήταν και ο πρώτος τόπος του μαρτυρί­ου του.

Εκτός από δύο - τρεις Τούρκους που έμειναν μέσα να τον επιτηρούν, οι άλλοι - όχι όλοι - έμειναν απ' έξω, ανατολικά σε κάτι δέντρα που ήταν εκεί, περιμένοντας από περιέργεια, ίσως, να ιδούν τι θα γινόταν. Όταν τον έδεσαν κι έφυγαν, ο Διάκος άρχισε να πο­νάει από τα τραύματα που είχε, καταπονημένος κι από την ταλαιπωρία.

Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο άντρες, που από τις φορεσιές τους έδειχναν ότι ήταν μπέηδες. Τον έναν, τον ήξερε από πριν. Ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Τον άλλον όχι. Απ' ότι όμως εί­χαν ακούσει, υπολόγισαν ότι ήταν ο σκληρός Χαλήλ Μπέης. Αυτός μόνος προχώρησε κι άρχισε να κάνει έλεγ­χο αν είχαν δέσει καλά το Διάκο. Τόσο πολύ φάνηκε ότι, κι ακόμα δεμένον, τον φοβόταν.

Είχε νυχτώσει πια και οι τρεις που είχαν φτάσει εκεί κρυφά άρχισαν καθαρά να βλέπουν τι γίνεται.

Όταν ο Χαλήλ Μπέης σιγουρεύτηκε - το είδαν κα­θαρά αυτό - ότι δεν υπήρχε φόβος διαφυγής, άρχισε να φωνάζει και να απειλεί. Σε μια στιγμή τον είδαν να χτυπάει στο πρόσωπο το Διάκο.

Τον διακόπτει όμως ο άλλος, ο Βρυώνης, που πλησιάζει το Διάκο και τον βλέπουν κάτι να του λέει. Δεν ακούνε όμως. Απ' ότι βλέπουν όμως, καταλαβαίνουν ότι κάτι τον ρωτάει, γιατί βλέπουν το Διάκο να κουνάει αρ­νητικά το κεφάλι του.

Και ενώ τον βλέπουν να συνεχίζει ήρεμα, σε μια στιγ­μή εξαγριώνεται, φωνάζει και χειρονομεί. Ατάραχος ο Διάκος τον αντιμετωπίζει και κάτι που του λέει, βλέπουν το Βρυώνη οργισμένο να αποχωρεί, αφήνοντας πια το θύμα στο δήμιό του.

Απ' τις αναλαμπές των δαυλών, ξεχωρίζουν την αγριότητα του Χαλήλ. Τον βλέπουν να τραβάει πιο πέρα τον επικεφαλής της Φρουράς - έτσι τουλάχιστον δεί­χνει - και με νευρικές και απειλητικές κινήσεις, κάτι του λέει, κι εκείνον να υποκλίνεται κουνώντας το κεφάλι του. Και με μια τελευταία περιφρονητική ματιά που ρίχνει στο Διάκο, τον βλέπουν να φεύγει, δείχνοντας ικανοποι­ημένος.

Ο Διάκος - και οι άλλοι τρεις απ' έξω - μέσα στο μι­σοσκόταδο βλέπουν δύο Τούρκους να ανάβουν φωτιά σε μιαν άκρη. Πάνω της φέρνουν και βάζουν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι. Βλέπει μετά να ρίχνουν μέσα λάδι που είχαν σ' ένα γκιούμι.

Στη συνέχεια, μαζί με τον επικεφαλής, πλησιάζουν το Διάκο. Τον ανασηκώνουν, δεμένο καθώς είναι, τον βάζουν να καθίσει πάνω σ' ένα παλιό ξύλινο σκαμνί που βρέθηκε εκεί, του σηκώνουν τα πόδια, δεμένα καθώς είναι, και του τα δένουν έτσι που να κρέμονται.

Τι θέλουν να κάνουν αναλογίζονται με περιέργεια και αγωνία, οι τρεις που παρακολουθούν, χωρίς να τολ­μήσουν και να ρωτήσουν. Βλέπουν όμως τους άλλους να περιπαίζουν το Διά­κο. Φαίνεται κάτι να λένε και ο Διάκος να κουνάει επί­μονα κι αρνητικά το κεφάλι του. Τι του λένε όμως δεν καταλαβαίνουν. Οπότε, κάθε φορά που ρωτάνε και αρνείται τους βλέπουν να κρατάνε στα χέρια τους μυτε­ρά καρφιά και να τα μπήγουν σιγά πρώτα, πιο δυνατά στη συνέχεια στις πατούσες των ποδιών του Διάκου, ο οποίος κάθε φορά αναταράζεται από τον πόνο.

Η μυρωδιά του Λαδιού που καίγεται μέσα στο κακάβι, φτάνει έντονα στη μύτη και των τριών απ' έξω και υποπτεύονται τα χειρότερα.

Οι βασανιστές του, όπως έχουν γυμνώσει τα πόδια του, παίρνουν απ' το κακάβι καυτό λάδι και αρχίζουν σιγά και βασανιστικά να το ρίχνουν στα πόδια του!... Τι­νάζεται κάθε φορά ο Διάκος, τόσο δυνατά λες και θα κό­ψει τις τριχιές όταν το λάδι πέφτει πάνω στα πόδια του.

Αφού είδαν να μην αντιδρά έντονα, αφήνουν τα πό­δια και παίρνουν και του σκίζουν το γιλέκο και την που­καμίσα που φοράει, απογυμνώνοντας το πάνω μέρος του σώματος του με τα χέρια. Κι αρχίζουν τότε να του ρίχνουν καυτό Λάδι με αργές κινήσεις, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του. Βουβά οδύρεται ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Κι όσο δεν μι­λάει, τόσο αγριεύουν περισσότερο οι βασανιστές του. Και δείχνουν τόσο οργισμένοι, που αν ήταν τρόπος να τον θανατώσουν. Φαίνεται όμως πως έχουν εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς και να πεθάνει. Γι' αυτό συ­νεχίζουν!...

Το σώμα του Διάκου αρχίζει φαίνεται να νεκρώνε­ται. Όμως το πνεύμα όπως δείχνει, μένει καθάριο, ανέγγιχτο, σταθερό, συνεχίζοντος τις αρνήσεις και εξοργί­ζοντας περισσότερο τους Βασανιστές του.

Αλλά αυτή η κατάσταση τους κάνει να βρίσκουν νέ­ους τρόπους βασανισμών. Οι κινήσεις που κάνουν, δεί­χνοντας διάφορα σημεία του σώματος του, κάνουν τους τρεις που παρακολουθούν να ανατριχιάζουν. Και βλέ­πουν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημι­ουργούνταν στο δέρμα απ' το καυτό λάδι, να αρχίζουν να κάνουν το ίδιο και στο σώμα και στα χέρια από ψηλά.

Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι οι Βασανιστές, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη τη νύχτα, βλέπουν ότι δεν πε­τυχαίνουν τίποτα. Και μιας και το λάδι τελείωσε, μιας και έφτασε πια και το ξημέρωμα, σταματούν.

Το Διάκο τον κρατάνε πια όρθιο οι τριχιές που τον έχουν δεμένο.

Τότε και οι τρεις παρατηρητές, απ' έξω, για να μη γί­νουν αντιληπτοί, έφυγαν με προφυλάξεις, κατευθυνό­μενοι προς το βορεινό μέρος του ρέματος, όπου είχαν αρχίσει να έρχονται δειλά και οι πρώτοι περίεργοι.

Κι όταν πια ο ήλιος έχει ανέβη ψηλά, λύνουν το Διά­κο και σέρνοντας τον τον βγάζουν έξω, χωρίς όμως να δείχνει ότι καταλαβαίνει.

Όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν το απόγευμα που τον είχαν φέρει, τώρα βλέποντας τον, δεν τον ανα­γνωρίζουν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που βλέπουν είναι το κακοποιημένα ρούχα του.

Σέρνοντας τον προς τα βόρεια, τον περνάνε πέρα από το ρέμα που έκοβε την πλατεία Λαού στα δυο καταμεσίς και τραβώντας ανατολικότερα έφτανε στη Δημοτι­κή Αγορά, από εκεί στο κατάστημα Πολιτικού και μετά κατεβαίνοντας προς τα νότια, απλωνόταν κατά μήκος της οδού Θερμοπυλών.

Όταν τον πέρασαν στο ρέμα, στάθηκαν περίπου ανα­τολικά της σημερινής διπλής βρύσης, γιατί ανατολικό­τερα ετοίμαζαν το στήσιμο της... ψησταριάς!

Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί γύρω εκεί με την άδεια του Χαλήλ Μπέη βέβαια, γιατί άφησε τον κόσμο να δει τι θα έκαναν στο Διάκο, ώστε να φοβηθεί και να μην επιχειρήσει κανένας άλλος να πράξει το ίδιο, πράγμα που πέτυχε. Κανένας Λαμιώτης δεν φάνηκε να συμμετείχε στην επανάσταση!

Μέσα στο πλήθος που παρακολουθεί με αγωνία, ξε­χωρίζει μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η δόλια μόνα του Διάκου, που είχε μάθει τη σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στη Λαμία, όπου δεν περίμενε να δει το σπλάγχνο της έτσι!

Για μια στιγμή βουβαίνονται όλοι. Βλέπουν να φτάνει εκεί ο δήμιος, ονόματι Αλεξίου, κρατώντας ένα σουβλί. Και αμέσως καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γί­νει!

Αυτός, τρέμει από το φόβο του, γιατί έχει αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος όταν θα τον σου­βλίζει.

Και αρχίζει το τελευταίο πια μαρτύριο.

Δένοντας το Διάκο ανάσκελα σε ένα σαμάρι, με τα πόδια του ανοιχτά, αρχίζει προσεκτικά ο δήμιος να χώ­νει την πολύ καλό λεπτισμένη άκρη του σουβλιού, ξε­κινώντας απ' τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρ­μα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ' το δεξιό του το αυτί.

Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός.

Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ' ένα δέντρο.

Στη συνέχεια, σπεύδουν να συγυρίσουν τη φωτιά που έχουν ανάψει. Και τότε γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες.

Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκε­ται μπροστά στο σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνε­ται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια που περιβάλλουν τα χαμηλά σπιτάκια.

Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει συτό και αφρίζει απ' το θυμό του. Και δίνει εντολή, να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στη φωτιά, και να τον γυρίσουν λίγο! 



Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μέ­νει άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποί­ητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νε­κρό το Διάκο και πάνε να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στά­βλους, τους οποίους διατηρούσαν από τη βόρεια πλευρά της Νομαρχίας μέχρι το πέτρινο γυμνάσιο. Τη διαβεβαίωση αυτή είχα απ' όλα σχεδόν τα γερόντια που ρώτησα το 1947, τότε που φαίνονταν ακόμα οι κρίκοι στο βόρειο τοίχο της θερινής «ΤΙΤΑΝΙΑΣ». 

Εκεί λοιπόν, βορειοανατολικά της σκάλας που κα­τεβαίνει σήμερα από την οδό Λυκούργου στην πρώην ψαραγορά, άφησαν το νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχε­δόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώ­ρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σή­μερα είναι ο τάφος του, πήγαν, του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και πήγαν και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό από φόβο.

Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θά­ψει το Διάκο έκανε έρευνες να τον βρει.
Ο παππούς μου που είχε στήσει την παράγκα - πρώ­το μαγαζί του πριν λίγο καιρό, απέναντι δυτικά, όπου μετά χτίστηκε η αποθήκη των αδελφών Κονταξή, είδε στρατιώτες να ανοίγουν μικρούς λάκκους ανατολικά του, ψάχνοντας. Όταν ρώτησε τι ζητάνε, του είπαν ότι ψά­χνουν τον τάφο του Διάκου. Την πληροφορία αυτή είχα από τον πατέρα μου, όπως την είχε ακούσει από τον παπ­πού μου. Σε ένα σημείο, βρήκαν ένα σωρό - σκελετό ανθρώπινου σώματος και αφού δεν είχαν βρεθεί άλλα γύρω, κατέληξαν ότι ήταν του Διάκου. Το συγκέντρω­σαν, το καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα κουτί ξύλινο και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.

Τέλος, στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε το Διά­κο όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυ­πτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α' και της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρα­τιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.


Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

ΠΗΓΗ

ΑΝ σας άρεσε αυτό το άρθρο κάντε κλίκ..ΕΔΩ...  για να είστε οι πιο ενημερωμένοι αναγνώστες του διαδικτύου
Continue reading

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Η Ναυμαχία της Λήμνου.


Αποφασιστική ναυμαχία για την έκβαση του Α’ Βαλκανικού Πολέμου μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού στόλου στο Βόρειο Αιγαίο. Διεξήχθη στις 5 Ιανουαρίου 1913 στην γραμμή Λήμνου- Στενών και έληξε με περιφανή νίκη του ελληνικού ναυτικού. Με την επικράτησή του, που ήλθε ως συνέχεια της ναυμαχίας της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912), ο ελληνικός στόλος σταθεροποίησε την κυριαρχία του στο Αιγαίο, ενώ ο Τουρκικός δεν τόλμησε μέχρι το τέλος του πολέμου να εξέλθει από τα Στενά των Δαρδανελλίων.

Το πρωΐ της 5ης Ιανουαρίου το καταδρομικό «Μετζιντιέ, τα θωρη­κτά «Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα», «Τοργκούτ-Ρεΐς» και «Μεσουντιέ» και οκτώ ακόμη αντιτορπιλλικά βγήκαν από τα Δαρδανέλια και κατευθύνθηκαν προς τη Λήμνο. Τα ελληνικά αντιτορπιλλικά «Λέων» και «Ασπίς» ανέφεραν την εμφάνιση του εχθρι­κού στόλου στον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, ο οποίος ήταν ήδη ενήμερος για τις κινήσεις του από την προηγουμένη.

Ο Κουντουριώτης διέταξε την έξοδο του ελληνικού στόλου από το λιμάνι του Μούδρου προς αντιμετώπιση του εχθρού. Τον αποτελούσαν τα θωρηκτά «Αβέρωφ» (μακράν το πιο αξιόπιστο πλοίο του στόλου), «Σπέτσαι», «Ύδρα» και «Ψαρά», τα ανιχνευτικά «Ιέραξ» και «Αετός» και τα αντιτορπιλλικά «Σφενδόνη», «Νίκη» και «Ναυκρατούσα».

Στο μεταξύ, τα τουρκικά πλοία έφθασαν σε απόσταση λίγων μιλίων από το ανατολικό άκρο της Λήμνου και στις 11:34 άρχισαν να βάλλουν εναντίον των ελληνικών πλοίων από απόσταση 8.400 μέτρων, τα οποία απάντησαν αμέσως. Το τουρκικό πυροβολικό αποδείχθηκε και πάλι άστοχο, ενώ από την ελληνική πλευρά οι βολές ήταν πιο εύστοχες σε σχέση με την Ναυμαχία της Έλλης.

Η παρουσία του «Αβέρωφ» στην μάχη ήταν έκπληξη για την τουρκική πλευρά, η οποία πίστευε ότι βρικόταν σε καταδίωξη του θωρηκτού «Χαμιδιέ», το οποίο είχαν βγάλει στο Αιγαίο για αντιπερισπασμό, λίγες ημέρες νωρίτερα. Όμως ο ναύαρχος Κουντουριώτης έχοντας αντιληφθεί το σχέδιό τους, που αποσκοπούσε στην απο­μάκρυνση του ελληνικού στόλου από τα Στενά, παρέμεινε με τα άλλα θωρηκτά στο Μούδρο περιμένοντας την πιθανή έξοδο τού τουρκικού στό­λου από τα Δαρδανέλλια, όπως και έγινε.

Στις 11:50 οι δύο στόλοι βρίσκονταν σε απόσταση 6.700 μέτρων. Στις 11:54, ενώ το «Μεσουντιέ» είχε υποστεί σοβαρές βλάβες, ομοβροντία του «Αβέρωφ» προκάλεσε σημαντικές ζημιές και απώλειες στο θωρηκτό «Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα», που αποσύρθηκε από την μάχη. Το ακολούθησε το σχετικά άθικτο «Τοργκούτ-Ρεΐς». Έτσι, ύστερα από μια εικοσάλεπτη ναυμαχία, ο τουρκικός στόλος τράπηκε σε φυγή.

Στις 12:02, το θωρηκτό «Αβέρωφ» άρχισε την καταδίωξη του εχθρού και τις 13:50 βλήμα του βρή­κε το «Τοργκούτ-Ρεΐς» και προκάλε­σε ρήγμα, από το οποίο τα νερά μπήκαν στο λεβητοστάσιό του. Και τα τρία τουρκικά θωρηκτά, που είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές, διέφυγαν τελικά προς την είσοδο των Στενών και δεν επιχείρησαν άλλη έξοδο σε όλη τη διάρκεια τού πολέμου.

Κατά την διάρκεια της ναυμαχίας ο τουρκικός στόλος έριξε συνολικά 800 βολές, όσες περίπου και ο ελληνικός. Όμως οι έλληνες πυροβολητές ήταν πιο εύστοχοι και προκάλεσαν πολλά θύματα στον εχθρό (πάνω από 100 νεκρούς). Από την ελληνική πλευρά αναφέρθηκε μόνο ένας τραυματισμός,του δίοπου - σαλπιγκτή του «Αβέρωφ».

Το αποτέλεσμα τής ναυμαχίας τής Λήμνου συνέβαλε αναμφισβήτητα στην απόφαση της κυβέρνησης Κιαμήλ να προχωρήσει στην υπογραφή ειρήνης. Ο αρχηγός τού τουρκικού ναυτικού Ραμίζ μπέης αντικαταστάθηκε από τον πλοίαρχο Ταχήρ μπέη και παραπέμφθηκε σε στρατοδικείο, το οποίο όμως τον αθώωσε. Τα τουρκικά πολεμικά, ακατάλληλα λόγω των ζημιών για επιχειρήσεις ανοιχτής θάλασσας, ανέλαβαν την προστασία τής Κωνσταντινούπολης από ενδεχόμενη βουλγαρική επίθεση.


ΠΗΓΗ

ΑΝ σας άρεσε αυτό το άρθρο κάντε κλίκ..ΕΔΩ...  για να είστε οι πιο ενημερωμένοι αναγνώστες του διαδικτύου
Continue reading